γαμπρός

γαμπρός
ο (AM γαμβρός)
1. σύζυγος τής θυγατέρας κάποιου
2. σύζυγος τής αδελφής
3. ο νιόπαντρος ή εκείνος που ετοιμάζεται να παντρευτεί, ο μνηστήρας
νεοελλ.
1. καθένας που βρίσκεται σε ηλικία γάμου ή θέλει να παντρευτεί
2. φρ. α) «σαν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός τύφλα νάχει ο πεθερός» — για κάθε ζήτημα οι αμέσως ενδιαφερόμενοι έχουν την κυρίαρχη γνώμη
β) «χωρίς γαμπρό γάμος δεν γίνεται» — καμιά προσπάθεια δεν μπορεί να αποδώσει όταν λείπουν τα απαραίτητα
γ) «όρσε, γαμπρέ, κουφέτα» — γι' αυτούς που ενεργούν άκαιρα ή αδέξια
δ) «γαμπρός υιγιός δεν γίνεται και νύφη θυγατέρα» — παρά τον στενό οικογενειακό δεσμό δεν αγαπάει κανείς τον γαμπρό ή τη νύφη του όσο την κόρη του ή τον γιο του
αρχ.
ο πατέρας τής συζύγου, ο πεθερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *γαμ-β-ρος
ρίζα γαμ-, πιθ. από δισύλλ. γαμε- (πρβλ. αόρ. έ-γᾱμ-α), επίθημα -ρός (πρβλ. ισχυ-ρός, μακ-ρός, αιχμη-ρός) με ανάπτυξη ευφωνικού -β- μεταξύ τού συμπλέγματος -μρ- (πρβλ. άμβ-ροτος). Δεν είναι σαφής η ετυμολ. σχέση τής λ. ούτε προς το ομμόριζο αρχ. ινδ. jᾱmᾱtαr «γαμπρός» ούτε προς τα γαμέω, γάμος, από τα οποία προφανώς επηρεάστηκε. Δεν είναι σαφές δηλ. κατά πόσον η ρ. γαμ- είναι αυτή που υπάρχει στα ελλ. γάμος, γαμέω και στον τ. τής αρχ. Ινδικής. Οπωσδήποτε, εμφανίζεται μεγάλη ποικιλία στους τύπους που αποδίδουν την έννοια «γαμπρός» στις διάφορες γλώσσες
πρβλ. αβεστ. zᾱmαοyα- «αδελφός τού γαμπρού», σανσκρ. jαmi- «συμπέθερος», jᾱrα- «μνηστήρας, γαμπρός» (το < m), αλβ. dhender, dhande- «αρραβωνιασμένος», λατ. gener «γαμβρός», αρχ. σλαβ. zetĭ, λιθ. žentαs, λεττ. znuŏts (πρβλ. ελλ. γνωτός «γονεύς»). Οι βαλτικοί και σλαβικοί τύποι και ο αλβανικός ανάγονται στη ρίζα τού γίγνομαι. Τέλος ο λατ. τ., αν δεν ανάγεται στην ίδια ρίζα, μπορεί να σχηματίστηκε μεταγενέστερα από το gigno].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γαμπρός — ο 1. αυτός που παντρεύεται ή ο μελλόνυμφος ή ο νιόπαντρος: Ο γαμπρός περίμενε τη νύφη κρατώντας μια όμορφη ανθοδέσμη. 2. ο σύζυγος της κόρης ή της αδερφής κάποιου: Πήγα διακοπές με την αδερφή μου και το γαμπρό μου. 3. αυτός που βρίσκεται σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαμπρίζω — [γαμπρός] 1. επιδεικνύομαι, συμπεριφέρομαι σαν γαμπρός 2. ερωτοτροπώ με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • σώγαμπρος — ο, Ν γαμπρός που κατοικεί στο σπίτι τής οικογένειας τής συζύγου του. [ΕΤΥΜΟΛ. < *εσώ γαμπρος (< έσω + γαμπρός) με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε ] …   Dictionary of Greek

  • Авлонитис, Василис — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей …   Википедия

  • κηδεστής — ο (Α κηδεστής, οῡ, δωρ. τ. καδεστάς) συγγενής εξ επιγαμίας, εξ αγχιστείας, πλάγιος συγγενής, όχι εξ αίματος αρχ. (ειδικότερα) 1. γαμπρός, σύζυγος τής θυγατέρας ή τής αδελφής («ἐπεθύμησε Διός γενέσθαι κηδεστής» θέλησε [ο Πάρις] να γίνει γαμπρός… …   Dictionary of Greek

  • κροκών — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν βασιλιάς της χώρας που βρισκόταν στους Ρειτούς, μεταξύ Αθήνας και Ελευσίνας. Η χώρα αυτή ονομαζόταν επί Παυσανία «Κρόκωνος βασίλεια». Σύμφωνα με την παράδοση, ο Κ. ήταν γαμπρός του Κελεού (βασιλιά της Ελευσίνας),… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • μελλόγαμπρος — ο (ΑM μελλόγαμβρος, Μ και μελλογαμβρός) αυτός που πρόκειται να γίνει γαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + γαμπρός] …   Dictionary of Greek

  • νιόγαμπρος — ο αυτός που έγινε γαμπρός πρόσφατα, που παντρεύτηκε πρόσφατα, ο νεόνυμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νιο * + γαμπρός] …   Dictionary of Greek

  • νυμφίος — ο (ΑΜ νυμφίος, Μ και νύμφιος) 1. αυτός που νυμφεύεται, ο γαμπρός («ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα», Πίνδ.) 2. στον πληθ. οι νυμφίοι οι νεόνυμφοι, το νιόπαντρο ζευγάρι («τοῑς νεωστὶ νυμφίοις», Ευρ.) 3. μτφ. ο Χριστός, για να δηλωθεί η συμβολική του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”